πηγάδι — το (από το πηγή), τρύπα βαθιά στη γη για να βρούμε νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργυρό Πηγάδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου … Dictionary of Greek
Γιαλού Πηγάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 19 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου … Dictionary of Greek
Κρύο Πηγάδι — Οικισμός (21 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιλίων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής … Dictionary of Greek
Λυγία ή Πέρα Πηγάδι — Ακατοίκητη νησίδα του Ιονίου πελάγους, που βρίσκεται κοντά στο νότιο άκρο της ανατολικής ακτής της Ιθάκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
Μέσα Πηγάδι — Ακατοίκητος οικισμός στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιτωλικού … Dictionary of Greek
Πίσω Πηγάδι — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Κυθήρων, του νομού Πειραιώς … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
μαγγανοπήγαδο — το 1. πηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μάγγανο 2. σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με συνδεδεμένους σε κλειστή αλυσίδα πολλούς κάδους η οποία κινείται από έναν μεγάλο περιστρεφόμενο τροχό με τη χρήση τής δύναμης ανθρώπου ή ζώου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek